κυαναυγέτις

κυαναυγέτις
κῠαν-αυγέτις, ιδος, pecul. fem. of sq., Orph.H. 23.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυαναυγέτις — κυαναυγέτις, ιδος, ἡ (Α) κυαναυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυαναυγής + θηλ. επίθημα έτις (πρβλ. κυνηγ έτις] …   Dictionary of Greek

  • κυαναυγέτιν — κυαναυγέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”